πολυηδής

English (LSJ)

πολυηδές, very pleasant, Hdn.Gr.2.689.

Greek Monolingual

-ές, Α
πολύ ηδύς, πολύ ευχάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηδής (< ἧδος, τὸ < ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»), πρβλ. μελιηδής].