πολυκάματος
English (LSJ)
[κᾰ], ον, = πολύκμητος, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 663] von vieler Arbeit, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκάμᾰτος: -ον, = πολύκμητος, Σουΐδ., Φώτ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα και κατά τον Φώτ.) «πολύκμητος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κάματος «εργασία, μόχθος» (πρβλ. ευκάματος)].