πολυκάμμορος

English (LSJ)

πολυκάμμορον, very miserable, AP9.151 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 663] sehr unglücklich, Ant. Sid. 50 (IX, 151).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait malheureux.
Étymologie: πολύς, κάμμορος.

Russian (Dvoretsky)

πολυκάμμορος: глубоко несчастный Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκάμμορος: -ον, λίαν δυστυχής, ἄθλιος, Ἀνθ. Π. 9. 151.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) πολύ δυστυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κάμμορος «κακόμοιρος»].

Greek Monotonic

πολῠκάμμορος: -ον, εξαιρετικά δυστυχής, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολῠ-κάμμορος, ον,
very miserable, Anth.