πολυκλινής

English (LSJ)

πολυκλινές, lying with many, Man.3.332.

German (Pape)

[Seite 664] ές, mit Vielen zusammenliegend, Maneth. 3, 332.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκλῐνής: Ἐπικ. πουλ-, ές, ὁ μετὰ πολλῶν κατακλινόμενος, Μανέθων 3. 332.

Greek Monolingual

(I)
-ές, Α
αυτός που πλαγιάζει μαζί με πολλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλινής (< κλίνη)].
(II)
-ές, Α
αυτός που έχει κλίση, τάση για πολλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισοκλινής].