πολυμέτωπος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που γίνεται ή εκδηλώνεται σε πολλά μέτωπα (α. «πολυμέτωπη επίθεση» β. «πολυμέτωπες αντιδράσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μέτωπο (πρβλ. πλατυμέτωπος)].
-η, -ο, Ν
αυτός που γίνεται ή εκδηλώνεται σε πολλά μέτωπα (α. «πολυμέτωπη επίθεση» β. «πολυμέτωπες αντιδράσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μέτωπο (πρβλ. πλατυμέτωπος)].