πολυμήκες, (μῆκος) very long, αὐλός v.l. in Poll.4.67.
[Seite 666] ες, sehr lang, Poll.
πολῠμήκης: (μῆκος) ὁ πολὺ μακρός, Συνέσ. 73D, Πολυδ. Δ΄, 67.
-ύμηκες, Απολύ μακρύς (α «πολυμήκης αὐλός» β. «πολυμήκεις στίχοι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ισομήκης].