πολυστέφανος

English (LSJ)

πολυστέφανον,
A with many wreaths or crowns, Emp.123.2, Cratin.317, Supp.Epigr.6.246 (Phrygia, iii A.D.).
II Subst., = Feronia, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 673] = vielfach od. sehr bekränzt; so heißt Bacchus im Hymn. (IX, 524, 17); a. sp. D.

Russian (Dvoretsky)

πολυστέφᾰνος: Anth. = πολυστεφής.

Greek (Liddell-Scott)

πολυστέφᾰνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στεφάνους, Ἐμπεδ. 27, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 143.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. στεφανωμένος με πολλά στεφάνια
2. το θηλ. ως ουσ.Πολυστέφανος
η θεά τών Σαβίνων Φέρωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στέφανος (πρβλ. χαλκοστέφανος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυστέφανος -ον [πολύς, στέφανος] met veel kransen.