Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πολυφειδές, very sparing, Eust.1967.20.
[Seite 675] ές, sehr sparsam, Eust.
πολῠφειδής: -ές, ὁ πολὺ φειδόμενος, Εὐστ. 1967. 20.
-ές, Μεξαιρετικά φειδωλός, οικονόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φειδής (< φείδομαι), πρβλ. βιοφειδής].