πολύβατος

English (LSJ)

πολύβατον, much-trodden, ἄστεος ὀμφαλός, of the ἀγορά, Pi.Fr.75.3.

German (Pape)

[Seite 660] viel gegangen, betreten, ἄστεος ὀμφαλόν, Pind. frg. 45.

Russian (Dvoretsky)

πολύβᾰτος: весьма посещаемый (ἄστεος ὀμφαλόν Pind.; ἀγὼν βροτῶν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύβᾰτος: -ον, πολυπάτητος, Πινδ. Ἀποσπ. 45.

English (Slater)

πολύβᾰτος much frequented θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε fr. 75. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει πατηθεί πολλές φορές
2. πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βατός (< βαίνω), πρβλ. ευρύβατος].