πολύδερμος

English (LSJ)

πολύδερμον,
A = πολύρρινος, EM395.56 (v.l. πολυδέρματον).
II with several layers, of the abdominal wall, Gal.8.952.

German (Pape)

[Seite 661] reich an Fellen, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδερμος: -ον, = πολύρρινος, Ἐτυμολ. Μέγ. 395. 56.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύρρινος
2. (για κοιλιακά τοιχώματα) αυτός που έχει αλλεπάλληλες στιβάδες δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δερμος (< δέρμα, -ατος), πρβλ. παχυδερμος].