πολύκνισος

English (LSJ)

πολύκνισον, (κνῖσα) steaming, ἑκατόμβη A.R.3.880, cf. Tryph.446.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκνῑσος: -ον, (κνῑσα) ὁ πολλὴν κνῖσαν ἀναδίδων πολυκνίσου ἑκατόμβης Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 880.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αναδίδει πολλή κνίσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κνισος (< κνῖσα «τσίκνα»), πρβλ. άκνισος].