ἑκατόμβη
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
ἡ, (ἑκατόν, βοῦς) prop.
A hecatomb, an offering of a hundred oxen; but even in Hom., generally, sacrifice, Il.6.115 (apptly. of twelve oxen, cf. 93), Od.3.59; of bulls and goats, Il.1.315; of fifty rams, 23.146; of three victims, Schwyzer726.19 (Milet.); Com., πουλυπόδων ἑκατόμβη Anaxandr.41.29 (anap.); ᾠῶν ἑ. Ephipp.8.4: metaph., ὅστις στρατηγεῖ μὴ στρατιώτης γενόμενος οὗτος ἑ. ἐξάγει τοῖς πολεμίοις Men.640.
II name of an eyesalve, Alex. Trall.2.
III festival at Geronthrae, IG5(1).1120.
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτόμβη) -ης, ἡ
• Alolema(s): hεκ- IG 5(1).1120 (V a.C.)
1 hecatombe, sacrificio de cien reses, pero gener. sacrificio cruento de cierta importancia Ἀπόλλωνι ... ἑκατόμβας ταύρων ἠδ' αἰγῶν Il.1.315, ἀγακλειτή Od.3.59, ἱερή Il.23.146, ἡ πόλις διδοῖ ἑκατόνβην τρία ἱερήιια τέλεια Milet 1(3).133.19 (V a.C.), cf. CID 1.7.27 (V a.C.), ἑκατόμβην ἐξάγει Men.Fr.778, ἑκατόμβην τελέσαι Aesop.28, cf. Orph.L.231, θύσαντα τῷ Διὶ τῷ Νεμείῳ ἑκατόμβην IG 4.602.15 (Argos II d.C.), frec. en plu. ὑποσχέσθαι δ' ἑκατόμβας Il.6.115, cf. Hes.Sc.489, Thgn.777, Ph.2.253, 598, Luc.Alex.8, Tim.7, aplicado a otros anim. κλειτὰς ὄνων ἑκατόμβας Pi.P.10.33, cóm. ref. a banquetes πουλυπόδων ἑ. una hecatombe de pulpos Anaxandr.42.29, ᾠῶν Ephipp.8.4
•tít. de una sátira de Varrón, Varro Sat.Men.94.
2 medic., n. de un colirio Alex.Trall.2.51.27.
3 Hecatombe fiesta en Gerontras (Laconia) en honor de Apolo Hecatombeo IG 5(1).1120 (V a.C.).
German (Pape)
[Seite 752] ἡ (βοῦς), die Hekatombe, eigtl. Opfer von hundert Rindern, vgl. Her. 6, 129; doch wird die Zahl nicht festgehalten; übh. jedes große, feierliche Opfer, so von 12 Rindern, Il. 6, 93. 115; von 81 dergleichen, Od. 3, 59; anch von andern Tieren, ταύρων καὶ ἀρνειῶν 1, 15; Il. 1, 315; von 50 Schaafböcken 23, 146; ἀρνῶν 864; ὄνων Pind. P. 10, 33; kom. πουλυπόδων Anaxandr. Ath. IV, 131 (v. 29); ᾠῶν Ephipp. ib. XIV, 642 e. Bei Her. 4, 179 werden auch Weihgeschenke dazu gerechnet.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
hécatombe ou sacrifice de cent bœufs ; grand sacrifice public en gén.
Étymologie: ἑκατόν, βοῦς.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατόμβη: ἡ βοῦς гекатомба, т. е. жертвоприношение из «ста быков» Her., Plut.; перен. большое торжественное жертвоприношение Hom., Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτόμβη: ἡ, (ἑκατόν, βοῦς) κυρίως θυσία συγκειμένη ἐξ ἑκατὸν βοῶν, - ἀλλ’ ἤδη ἐπὶ Ὁμ. ἡ λέξις ἀπώλεσε τὴν ἐτυμολ. σημασίαν αὑτῆς καὶ κατήντησε νὰ σημαίνῃ μεγάλην δημοσίαν θυσίαν: - οὕτως ἐν Ἰλ. Ζ. 93, 115 εὑρίσκομεν ἑκατόμβην ἐκ δώδεκα βοῶν, ἐν Ὀδ. Γ. 9. 59 ἐξ ἑνὸς καὶ ὀγδοήκοντα ταύρων, ἀλλ’ ἡ κυριολεξία δὲν φυλάσσεται οὐδὲ πρὸς τὸ εἶδος τῶν θυμάτων παρ’ Ὁμ., ἐπειδὴ εὑρίσκομεν ἑκατόμβας ταύρων καὶ αἰγῶν ἐν Ἰλ. Α. 315, ταύρων καὶ ἀρνειῶν ἐν Ὀδ. Α. 25· εὑρίσκομεν μάλιστα ἑκατόμβην ἐκ πεντήκοντα κριῶν ἄνευ βοῶν, ῥέξειν θ’ ἱερὴν ἑκατόμβην, πεντήκοντα δ’ ἔνορχα παρ’ αὐτόθι μῆλ’ ἱερεύσειν (ἀλλ’ ἴσως ἐνταῦθα ἡ θυσία τῶν ἐνόρχων μήλων εἶναι ἰδιαίτερα, δηλ. ἄλλη παρὰ τὴν ἑκατόμβην), Ἰλ. Ψ. 147, πρβλ. 864· ὁ Ἡρόδ. (4. 179) συγκαταριθμεῖ καὶ τρίποδα χαλκοῦν μετὰ τῆς ἑκατόμβης· ἀλλ’ ἐν 6. 129, λέγει περὶ τοῦ Κλεισθένους, - θύσας βοῦς ἑκατόν, ὅπερ δεικνύει ὅτι τοῦ Ὁμήρου αἱ τελήεσσαι ἑκατόμβαι πραγματικῶς προσεφέροντο.
English (Autenrieth)
(βοῦς): hecatomb; properly, ‘sacrifice of a hundred oxen,’ but the number is a round one, as the hecatombs mentioned always contain less than 100 head; hence for ‘sacrifice’ generally, Il. 2.321, etc.
Greek Monolingual
η (Α ἑκατόμβη)
νεοελλ.
1. μεγάλος αριθμός ανθρώπινων θυμάτων σε πόλεμο, σεισμούς, ναυάγια, σφαγή ή άλλη καταστροφή
2. χαρακτηρισμός του Πυθαγόρειου θεωρήματος της γεωμετρίας
αρχ.
θυσία εκατό βοδιών ή κάθε μεγάλη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το εκατόν και την ασθενή βαθμίδα της λ. βους, βο(F)ός με προσθήκη του επιθήματος -ᾱ, δηλ. < εκατόμ-βF-ᾱ. Αντίστοιχος σχηματισμός απαντά στην Ινδοϊρανική (πρβλ. αρχ. ινδ. śata-gu- «ο κάτοχος εκατό βοδιών»). Η λ. εκατόμβη ήδη στην αρχαιότητα ήταν αισθητή με τη σημασία «θυσία εκατό βοδιών», απ' όπου εν συνεχεία εξελίχθηκε στη γενικότερη σημασία «θυσία»].
Greek Monotonic
ἑκᾰτόμβη: ἡ (ἑκατόν, βοῦς), κυρίως, προσφορά, θυσία εκατό βοδιών· αλλά γενικά, μεγάλη δημόσια θυσία· παρόλο που στην Ομήρ. Ιλ. βρίσκουμε μία εκατόμβη δώδεκα βοδιών· στην Ομήρ. Οδ. εκατόμβη ογδόντα ενός βοδιών.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a great, official feast acrifice (Il.).
Derivatives: Ἐκατόμβαια n. pl. (Delph., Arg.) with the month name Ἐκατομβαιών, -ῶνος (Att. a. o.), also Ἐκατομβεύς (Lac.); Ἐκατόμβαιος surname of Zeus and Apollon (H., EM).
Origin: IE [Indo-European] [191] *dḱm̥tom-gʷ-eh₂- sacrifice of hundred cows
Etymology: Collective bahuvrihi with ā-suffix (Schwyzer 450, Sommer Nominalkomp. 76) of ἑκατόν and the zero grade of βοῦς, βο(Ϝ)ός: *ἑκατόμ-βϜ-α. A counterpart in Indo-Iranian, e. g. Skt. śata-gu- possessing hundred cows, evtl. through *śata-gv-a-, śata-gv-ín- id.; with thematic vowel in the PN Dáśa-gv-a-, Náva-gv-a- for having ten, nine cows. - Of old explained as sacrifice of hundred cows. Diff. Thieme Studien 62ff.: winning hundred cows (scil. δαίς). On the form s. Wackernagel IF 45, 319 (= Kl. Schr. 2, 1259). - After ἑκατόμβη late (Jul.) χιλιόμβη.
Middle Liddell
ἑκᾰτόμ-βη, ἡ, ἑκατόν, βοῦς
properly an offering of a hundred oxen, — but generally, a great public sacrifice:—thus, in Il. we find a hecatomb of twelve oxen, in Od. of eighty-one.
Frisk Etymology German
ἑκατόμβη: {hekatómbē}
Grammar: f.
Meaning: Bez. eines großen, öffentlich dargebrachten Festopfers (ep. poet. seit Il.).
Derivative: Davon der Festname Ἑκατόμβαια n. pl. (delph., arg.) mit dem Monatsnamen Ἑκατομβαιών, -ῶνος (att. u. a.), auch Ἑκατομβεύς (lak.); Ἑκατόμβαιος Beiname des Zeus und des Apollon (H., EM).
Etymology: Kollektives Bahuvrihi mittels eines ā-Suffixes (Schwyzer 450, Sommer Nominalkomp. 76) von ἑκατόν und der Schwundstufe von βοῦς, βο(ϝ)ός: *ἑκατόμβϝα. Ein Gegenstück dieser Bildungsweise bietet das Indoiranische, z. B. aind. śata-gu- hundert Rinder besitzend, wozu, evtl. durch *śata-gv-a- vermittelt, śata-gv-ín- ib.; mit thematischem Vokal im den als Nom. pr. gebrauchten Dáśa-gv-a-, Náva-gv-a- eig. ‘zehn bzw. neun Rinder besitzend’. — Seit alters u. zw. mit Recht wird ἑκατόμβη als Opfer von hundert Rindern erklärt. Anders Thieme Studien 62ff.: hundert Rinder gewinnend (scil. δαίς). Zum Lautlichen s. auch Wackernagel IF 45, 319 (= Kl. Schr. 2, 1259) m. Lit. — Nach ἑκατόμβη bildete man in der Spätzeit (Jul.) χιλιόμβη.
Page 1,474-475
Mantoulidis Etymological
(=θυσία ἀπό ἑκατό βόδια). Σύνθετο ἀπό τό ἑκατόν + βοῦς.
Translations
hecatomb
Catalan: hecatombe; Finnish: suuri uhraus; French: hécatombe; Greek: εκατόμβη; Ancient Greek: ἑκατόμβη; Latin: hecatombe; Portuguese: hecatombe
ca: hecatombe; cs: hekatomba; de: Hekatombe; eo: hekatombo; es: hecatombe; gl: hecatombe; hu: hekatombé; id: hekatombe; io: hekatombo; it: ecatombe; ko: 헤카톰베; lt: hekatomba; nl: hekatombe; no: hekatombe; os: гекатомбæ; pl: hekatomba; ro: hecatombă; ru: гекатомба; sl: hekatomba; sr: хекатомба; sv: hekatomb; uk: гекатомба