πολύνοσος
English (LSJ)
πολύνοσον, liable to many sicknesses, Str.15.1.43, Cat.Cod.Astr.2.208.
German (Pape)
[Seite 667] vielen Krankheiten ausgesetzt; Strab. XV; Schol. Lycophr. 156.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sujet à beaucoup de maladies ; très sujet à la maladie, maladif.
Étymologie: πολύς, νόσος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύνοσος: -ον, ὁ εἰς πολλὰς νόσους ὑποκείμενος, Στράβ. 705.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
επιρρεπής σε πολλές νόσους, πολύ φιλάσθενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -νοσος (< νόσος), πρβλ. άνοσος, νευρόνοσος].
Greek Monotonic
πολύνοσος: -ον, αυτός που υπόκειται σε πολλές ασθένειες, σε Στράβ.