πολύρρους

English (LSJ)

-ουν, contr. for πολύρροος.

Greek Monolingual

-ους, και -οος, -οον, ΜΑ
μσν.
μτφ. (για λόγο) αυτός που κυλάει, που ρέει («τὸ πολύρρουν τῆς φράσεως», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που ρέει με αφθονία, που έχει πλούσια ροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρροος / -ρροῦς (< ῥέω), πρβλ. βαθύρρους].

German (Pape)

zusammengezogen aus πολύρροος.