πολύυδρος

English (LSJ)

πολύυδρον, abounding in water, τόποι Pl.Lg. 761b.

Greek (Liddell-Scott)

πολύυδρος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον ὕδωρ, τόποι Πλάτ. Νόμ. 761Β.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύυδρος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -υδρος (< ὕδωρ, -ατος), πρβλ. μελάνυδρος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύυδρος -ον [πολύς, ὕδωρ] waterrijk.