μελάνυδρος

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάνυδρος Medium diacritics: μελάνυδρος Low diacritics: μελάνυδρος Capitals: ΜΕΛΑΝΥΔΡΟΣ
Transliteration A: melánydros Transliteration B: melanydros Transliteration C: melanydros Beta Code: mela/nudros

English (LSJ)

μελάνυδρον, with black water, κρήνη μελάνυδρος, of water which looks black from its depth, Il.9.14, Od.20.158, Thgn. 959.

German (Pape)

[Seite 120] mit schwarzem, dunklem Wasser, κρήνη, Il. 16, 116 Od. 20, 158.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux eaux noires, sombres.
Étymologie: μέλας, ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

μελάνυδρος: (ᾰ) с черной водой, темноводный (κρήνη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάνυδρος: -ον, ὁ ἔχων μέλαν ὕδωρ, κρήνη μελάνυδρος, πηγὴ ἧς τὸ ὕδωρ ὡς ἐκ τοῦ βάθους φαίνεται μέλαν, Ἰλ. Ι. 14, Ὀδ. Υ. 158, κ. ἀλλ.

English (Autenrieth)

of dark water, κρήνη.

Greek Monolingual

μελάνυδρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο νερόκρήνη μελάνυδρος» — πηγή της οποίας, λόγω του βάθους, το νερό φαίνεται μαύρο, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὕδωρ (πρβλ. άνυδρος, χέρσ-υδρος)].

Greek Monotonic

μελάνυδρος: -ον, αυτός που περιέχει μαύρο νερό, κρήνη μελάνυδρος, λέγεται για νερό που φαίνεται μαύρο από το βάθος του, σε Ομήρ. Ιλ., Οδ.

Middle Liddell

μελάν-υδρος, ον
with black water, κρήνη μελάνυδρος of water which looks black from its depth, Il., Od.