πολύϊχθυς

English (LSJ)

υος, ὁ, ἡ, abounding in fish, ποταμός Str.3.3.1:—also πολυΐχθυος, ον, h.Ap.417.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, ἡ, fischreich, Strab. 3, 3, 1.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
abondant en poissons.
Étymologie: πολύς, ἰχθύς.

Greek (Liddell-Scott)

πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πλῆθος ἰχθύων, Στράβ. 152· ― οὕτω, πολυΐχθυος, ον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 417.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πολλά ψάρια («πολύϊχθυς ποταμός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ιχθύς (< ἰχθῦς), πρβλ. εύϊχθυς].

Greek Monotonic

πολύϊχθυς: -υος, ὁ, ἡ, άφθονος σε ψάρια, σε Στράβ.· επίσης -ΐχθυος, -ον, σε Ομηρ. Ύμν.