ποτιθύμιος
English (LSJ)
poet. for προσθύμιος (according to one's mind, welcome).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conforme au désir de, bienvenu de, τινι.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, θυμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
ποτῐθύμιος: (ῡ) дор. = * προσθύμιος (приятный, желанный).
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) ο προσθύμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -θύμιος (< θυμός), πρβλ. καταθύμιος].