ποτιφθέγγομαι

English (LSJ)

Doric for προσφθέγγομαι.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσφθέγγομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φθέγγομαι.

Russian (Dvoretsky)

ποτιφθέγγομαι: дор. Anth. = προσφθέγγομαι.