πράτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, = πρατήρ, IG12(5)872.33 (Tenos, iii B. C.), Milet.3.308 No.140, PCair.Zen.497.3 (iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

πράτωρ: -ορος, ὁ, = πρατήρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 84, 121. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
πρατήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ- του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω) + επίθημα -τωρ].