πρατήρ

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱτήρ Medium diacritics: πρατήρ Low diacritics: πρατήρ Capitals: ΠΡΑΤΗΡ
Transliteration A: pratḗr Transliteration B: pratēr Transliteration C: pratir Beta Code: prath/r

English (LSJ)

πρατῆρος, ὁ,
A seller, Pl.Lg.915d, Is.10.24 (prob.), D.37.5, 16, IG12(5).872.15, al. (Tenos, iii B. C.), etc.
II πρατὴρ λίθος = the stone on which slaves were sold, Poll.3.78.

German (Pape)

[Seite 696] ὁ, ion. πρητήρ, Verkäufer; Plat. Legg. XI, 915 d; Isae. 10, 24 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
vendeur.
Étymologie: πιπράσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρᾱτήρ -ῆρος, ὁ [πιπράσκω] verkoper.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱτήρ: ῆρος ὁ продавец Plat., Isae., Dem.

Greek Monolingual

-ῆρος, ο, Α
1. πωλητής, μεταπράτης
2. φρ. «πρατὴρ λίθος» — πέτρα πάνω στην οποία στέκονταν οι δούλοι που επρόκειτο να πωληθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ- του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω) + επίθημα -τήρ].

Greek Monotonic

πρᾱτήρ: -ῆρος, ὁ (πι-πράσκω), πωλητής, σε Πλάτ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ πωλῶν, πωλητής, Πλάτ. Νόμ. 915D, Ἰσαῖ. 85. 18, Δημ. 967. 22., 970. 19, συχνὸν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2338· πρβλ. πράτωρ. ΙΙ. πρ. λίθος, ὁ λίθος ἐφ’ οὗ ἱστάμενοι οἱ δοῦλοι ἐπωλοῦντο· ἐκαλεῖτο δὲ ὡσαύτως καὶ πρατήριον, Πολυδ. Γ΄, 78. 126. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 536.

Middle Liddell

πρᾱτήρ, ῆρος, ὁ, πιπράσκω
a dealer, Plat., Dem.

English (Woodhouse)

seller

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)