πραΰθυμος

English (LSJ)

πραΰθυμον, of gentle mind, LXX Pr.14.30.

German (Pape)

[Seite 696] sanftes Sinnes, erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱϋθῦμος: -ον, ὁ ἔχων ἥμερον χαρακτῆρα, πρᾶος τὴν καρδίαν, Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΔ΄, 30).

Greek Monolingual

-ον, Α
πράος, ήμερος στην καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του επιθ. πρᾶος + θυμός (πρβλ. βαρύθυμος)].