πραΰνοος
English (LSJ)
Ion. πρηΰνοος, ον, of gentle mind, Orph.H. 69.13; κραδίη AP7.592, etc.; with v.l. πρηΰνομος, ib.9.769 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 696] sanftmütig, s. die ion. poet. Form πρηΰνοος.
Russian (Dvoretsky)
πρᾱΰνοος: ион. πρηΰνοος 2 кроткий, мягкосердечный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱΰνοος: Ἰων. πρηΰ-, [ῠ], -ον, ὁ ἔχων πρᾶον νοῦν, διάθεσιν πραεῖαν, Ὀρφ. Ὕμν. 68. 13, Ἀνθ. Π. 7. 592, κτλ.· ἐν Ἀνθ. Π. 9. 769, μετὰ διαφ. γραφῆς πρηΰνομος.
Greek Monotonic
πρᾱΰνοος: Ιων. πρηύ-, [ῠ], -ον, αυτός που έχει ήρεμο νου, ήσυχη σκέψη, σε Ανθ.