πρασίμοχθος

English (LSJ)

ὁ, ἡ, corrupt in E.Fr.998 (fort. περισσόμοχθοι).

German (Pape)

[Seite 694] Pol. 5, 106, 4, aus Eur., v.l. πλησίμοχθος, woraus man τλησίμοχθος vermuthet.

Greek (Liddell-Scott)

πρασίμοχθος: ὁ, ἡ λέξις ἐφθαρμένη ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 986, ἧς ἡ πιθανωτάτη διόρθωσις εἶναι ἡ τοῦ Heimsöth περισσόμοχθοι.