το, Ν1. συμπίεση2. καταπίεση, πίεση, κατάθλιψη3. τεχνολ. κατεργασία μεταλλουργικών προϊόντων όταν αυτά υποβάλλονται σε θλιπτικές δυνάμεις με τη βοήθεια ενός πιεστηρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα].