πρεσάρισμα

Greek Monolingual

το, Ν
1. συμπίεση
2. καταπίεση, πίεση, κατάθλιψη
3. τεχνολ. κατεργασία μεταλλουργικών προϊόντων όταν αυτά υποβάλλονται σε θλιπτικές δυνάμεις με τη βοήθεια ενός πιεστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσάρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα].