πριαπίζω

English (LSJ)

Ionic πριηπίζω, to be lewd, πάντα πριηπίζω, κἂνΚρόνος APl. 4.237 (Tymn.); to be ithyphallic, τραγέλαφος πριαπίζων prob. in IG2². 1388.62.

German (Pape)

[Seite 700] ion. πριηπίζω, sich wie Priapos (s. nomen pr.) gebehrden, geil sein, Tymn. 3 (Plan. 237).

Greek Monolingual

και ιων. τ. πριηπίζω Α Πρίαπος
1. μιμούμαι τον Πρίαπο, είμαι λάγνος, ακόλαστος, ασελγής
2. έχω σηκωμένο τον φαλλό («τραγέλαφος πριαπίζων», επιγρ.).