προέλαση

Greek Monolingual

η / προέλασις, -άσεως, ΝΜΑ προελαύνω
η γρήγορη μετακίνηση στρατιωτικού τμήματος προς τα εμπρός χωρίς ουσιαστική αντίσταση του εχθρού
μσν.
η πομπή.