προαγωγέας
Greek Monolingual
ο / προαγωγεύς, -έως, ΝΜΑ
νεοελλ.
βιολ.
νέο ειδικό κέντρο του οπερονίου που επισημάνθηκε με γενετικές και βιοχημικές μεθόδους
μσν.-αρχ.
αυτός που προάγει, που οδηγεί κάπου, προαγωγός
αρχ.
1. (για τον θεό) ο δημιουργός
2. συλλέκτης χρηματικών εισφορών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προαγωγός + κατάλ. -εύς].