προαδικώ

Greek Monolingual

-έω, Α
1. αδικώ πρώτος, κάνω αρχή της αδικίας
2. παθ. προαδικοῦμαι, -έομαι
αδικούμαι πρώτος ή αδικούμαι προηγουμένως
3. φρ. «προαδικῶ μετὰ βίας τινά» — εφαρμόζω ένα μέτρο με τη βία, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, προβιάζομαι.