προανάπτω

Greek (Liddell-Scott)

προανάπτω: ἀνάπτω πρότερον, Ἰω. Ἀκτ. ἐν Ideler Phys τ. 2, 459, 4.

Greek Monolingual

Μ
ανάβω κάτι προηγουμένως.