προανέλκω
English (LSJ)
draw up before, Placit.5.6.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 707] (s. ἕλκω), vorher hinaufziehen, im pass., Plut. plac. phil. 5, 6 l. d.
French (Bailly abrégé)
tirer d'abord en haut.
Étymologie: πρό, ἀνέλκω.
Russian (Dvoretsky)
προᾰνέλκω: (предварительно) подтягивать вверх (προανελκόμενος ὑπό τινος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προανέλκω: ἀνασύρω πρότερον, Πλούτ. 2. 905C ἐν τῷ παθ.
Greek Monolingual
Α
ανασύρω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνέλκω «έλκω πάνω, σύρω έξω»].