προαναγινώσκω

French (Bailly abrégé)

réc. c. προαναγιγνώσκω.

Greek Monolingual

Α [[ἀναγι(γ)νώσκω]]
1. διαβάζω προηγουμένως
2. (ιδίως για δάσκαλο) διαβάζω μεγαλοφώνως μπροστά σε ακροατήριο.