προαπογιγνώσκω

English (LSJ)

despair beforehand, τινος of a thing, Gal.8.772: c. acc., Id.18(2).39.

Greek (Liddell-Scott)

προαπογιγνώσκω: πίπτω εἰς ἀπόγνωσιν ἐκ τῶν προτέρων, τινός, περί τινος πράγματος, Γαλην.

Greek Monolingual

Α
πέφτω σε απόγνωση εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπογιγνώσκω «βρίσκομαι σε απελπιστική θέση, σε απόγνωση»].