προαποκάμνω

English (LSJ)

grow tired before the end, give up the task, μὴ -κάμῃς Pl.Euthphr.11e: c.gen., π. τῆς τελευταίας ἐλπίδος Plu.Mar. 36.

German (Pape)

[Seite 708] (s. κάμνω), vorher müde werden u. abstehen von Etwas, Plat. Euthyphr. 11 e u. Sp., wie Luc. praec. rhet. 9 Plut. Mar. 36.

French (Bailly abrégé)

ao.2 προαπέκαμνον;
se décourager d'avance de, gén..
Étymologie: πρό, ἀποκάμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αποκάμνω van tevoren opgeven, opgeven voor, met gen.: π. τῆς τελευταίας ἐλπίδος opgeven nog voor de laatste hoop (vervlogen is) Plut. Mar. 36.7.

Russian (Dvoretsky)

προᾰποκάμνω: (aor. 2 προαπέκαμον) раньше времени уставать, слабеть: μὴ προαποκάμῃς Plat. не отставай; π. τῆς τελευταίας ἐλπίδος Plut. не падать духом, теряя последнюю надежду.

Greek (Liddell-Scott)

προαποκάμνω: ἀποκάμνω, κουράζομαι πρὸ τοῦ τέλους, παραιτοῦμαι τοῦ ἔργου, ἀπαυδῶ, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Εὐθύφρων 11Ε· μετὰ γεν., πρ. τῆς τελευταίας ἐλπίδος Πλουτ. Μάρ. 36.

Greek Monolingual

Α
κουράζομαι πριν από το τέλος.

Greek Monotonic

προαποκάμνω: μέλ. -κᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έκᾰμον· κουράζομαι πριν από το τέλος, σταματώ, κάνω παύση από κάποιο έργο, με απαρ., σε Πλάτ.· με γεν., σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -κᾰμοῦμαι aor2 -έκᾰμον
to grow tired before the end, give up the task of doing, c. inf., Plat.; c. gen., Plut.