προασπιστήρ

English (LSJ)

προασπιστῆρος, ὁ, one who holds a shield before, champion, τινος Nonn. D. 20.50.

German (Pape)

[Seite 709] ῆρος, ὁ, Vorfechter, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

προασπιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ προασπίζων, ὁ κρατῶν ἀσπίδα πρό τινος, ὑπερασπιστής, πρόμαχος, τινος Νόνν. Δ. 20. 50· οὕτω, προασπιστής, οῦ, ὁ, Διον. Ἁλ. 3. 14. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
προασπιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προασπίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. θεριστήρ)].