προασπιστής

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προασπιστής Medium diacritics: προασπιστής Low diacritics: προασπιστής Capitals: ΠΡΟΑΣΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: proaspistḗs Transliteration B: proaspistēs Transliteration C: proaspistis Beta Code: proaspisth/s

English (LSJ)

προασπιστοῦ, ὁ, = προασπιστήρ (one who holds a shield before, champion), DH. 3.14 (dub.l.), Ph. 1.638.

German (Pape)

[Seite 709] ὁ, = Vorigem, D. Hal. 3, 14.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. προασπίστρια, Ν
υπερασπιστής, προστάτης («τῆς ἀληθείας προασπισταί», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προασπίζω. Ο τ. του θηλ. προασπίστρια μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].