προγνώμων

English (LSJ)

προγνώμον, gen. ονος, discerning beforehand, c.gen., Orph.Fr. 49.96.

Greek Monolingual

-όγνωμον, Α
αυτός που διακρίνει κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. συγγνώμων.