προγυμναστής

English (LSJ)

προγυμναστοῦ, ὁ,
A trainer, Arr.Epict.3.20.9,4.4.31.
2 slave who goes through exercises with his master, Seneca Ep.83.3, Gal.6.187.

German (Pape)

[Seite 714] ὁ, der vorher Übende, Sp.; bei Galen. ein Diener des γυμναστής, vgl. Senec. ep. 83.

Greek (Liddell-Scott)

προγυμναστής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ προγυμνάζων, Ὑπερείδ. σ. 24 Teubner, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 20, 9., 4. 4, 31· ὡσαύτως, δοῦλος γυμναζόμενος μετὰ τοῦ κυρίου αὐτοῦ, πρβλ. Seneca Epist. 83. 3.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. προγυμνάστρια Ν προγυμνάζω
αυτός που προγυμνάζει κάποιον
νεοελλ.
εκπαιδευτικός που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές προετοιμάζοντάς τους για εξετάσεις
αρχ.
δούλος που γυμνάζεται μαζί με τον κύριο του.