trainer
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. γυμναστής, ὁ, Ar. and P. παιδοτρίβης, ὁ.
like a trainer: use adv.: Ar. παιδοτριβικῶς.
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
P. γυμναστής, ὁ, Ar. and P. παιδοτρίβης, ὁ.
like a trainer: use adv.: Ar. παιδοτριβικῶς.
ἀλείπτης, γυμναστής, παιδοτρίβης