προδίωξις

English (LSJ)

-εως, ἡ, expl. of προΐωξις, Sch.Hes.Sc.154.

German (Pape)

[Seite 716] ἡ, weitere Verfolgung, Erkl. von προΐωξις.

Greek (Liddell-Scott)

προδίωξις: ἡ, συνεχὴς καταδίωξις, Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 154.

Greek Monolingual

-ώξεως, ἡ, Α προδιώκω
η προς τα εμπρός ή η συνεχής καταδίωξη, προΐωξις.