προδιώκω
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
English (LSJ)
get in advance in pursuit, Th.6.70, f.l. in X.An.3.3.10.
German (Pape)
[Seite 716] weiter oder in die Ferne verfolgen; Thuc. 6, 70 Xen. An. 3, 3, 10 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
poursuivre en avant ou trop loin.
Étymologie: πρό, διώκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-διώκω als eerste(n) achtervolgen:. οἱ... ἱππῆς... εἴ τινας προδιώκοντας ἴδοιεν, ἀνέστελλον telkens als de ruiters mensen voor de eigen linies uit de achtervolging zagen inzetten, dan dreven ze ze terug Thuc. 6.70.3.
Russian (Dvoretsky)
προδιώκω: преследовать (все) дальше Thuc., Xen.
Spanish
Greek Monolingual
Α
καταδιώκω κάποιον προς τα εμπρός, πολύ μακριά («εἴ τινας προδιώκοντας ἴδοιεν, ἀνέστελλον», Θουκ.).
Greek Monotonic
προδιώκω: μέλ. -ώξομαι, καταδιώκω από μακριά ή σε απόσταση, σε Θουκ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προδιώκω: μέλλ. -ξομαι, Θουκ. 6. 70, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 10.
Middle Liddell
fut. -ώξομαι
to pursue further or to a distance, Thuc., Xen.
Léxico de magia
pronunciar anteriormente ταῦτα γράφων ἀρνείῳ χρῶ αἵματι καὶ προδίωκε τὰ παράθετα νυκτός al escribir esto utiliza sangre de oveja y pronuncia antes de la noche lo que sigue P LXII 104