προδιαθέτω
Greek Monolingual
Ν
προετοιμάζω κάποιον να δεχθεί ή να αντιμετωπίσει κάποιον ή κάτι, ευμενώς ή δυσμενώς, τον προϊδεάζω («τον είχαν προδιαθέσει οι γονείς του εναντίον της»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαθέτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρι].