διαθέτω
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
(AM διατίθημι, Μ και διαθέτω)
1. τοποθετώ, διευθετώ, τακτοποιώ πράγματα με ορισμένη τάξη
2. έχω κάτι στην κατοχή μου και μπορώ σε κάθε στιγμή να το χρησιμοποιήσω όπως θέλω
3. εκθέτω κάτι για πώληση
4. θέτω σε ενέργεια, χρησιμοποιώ (γνωριμίες, χρήματα, μέσα κ.λπ.)
5. ξοδεύω, δαπανώ
6. μοιράζω την περιουσία μου με διαθήκη, κληροδοτώ
7. προορίζω (κάτι) για κάποιο σκοπό
8. (μτβ.) προδιαθέτω (κάποιον) καλώς ή κακώς, ευμενώς ή δυσμενώς
9. επενδύω χρήματα αποβλέποντας σε κέρδος
αρχ.
1. (για ρήτορες, ραψωδούς κ.λπ.) εκφωνώ, απαγγέλλω
2. εκφράζω, περιγράφω
3. συνθέτω, συγγράφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + τίθημι. Ο νεοελλ. τ. διαθέτω < μσν. διαθέτω < διέθεσα, αόρ. του αρχ. διατίθημι.