προδιηθώ

Greek Monolingual

-έω, Α
(πιθ. αντί του προσδιηθῶ) σουρώνω, στραγγίζω, φιλτράρω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διηθῶ «στραγγίζω, διϋλίζω»].