προεκκόπτω
English (LSJ)
A excise first, τοὺς σπονδύλους Gal.2.682:—Pass., ib.702.
II destroy first, Lib.Or.39.15.
German (Pape)
[Seite 718] vorher herausschlagen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προεκκόπτω: ἐκβάλλω διὰ κτυπήματος πρότερον, Γαλην. τ. 2, σ. 683, 1, ὁ αὐτ., αὐτόθι 682, 6, κτλ.
Greek Monolingual
Α
1. κόβω κάτι πέρα ώς πέρα
2. (σχετικά με οστό) εξάγω, βγάζω με χτύπημα προηγουμένως («προεκκόπτων τοὺς σπονδύλους», Γαλ.)
3. κατακόβω, καταστρέφω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκόπτω «κόβω και αφαιρώ»].