προεπαφίημι

English (LSJ)

send forward against the enemy, Luc.Tox. 54.

German (Pape)

[Seite 721] (s. ἵημι), vorher gegen Einen abschicken, Luc. Tox. 54.

French (Bailly abrégé)

f. προεπαφήσω, ao. προεπαφῆκα, etc.
lancer en avant ou d'avance contre qqn.
Étymologie: πρό, ἐπαφίημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-επαφίημι tevoren vooruitsturen:. π. τὸ ἱππικόν de cavalerie vooruitsturen Luc. 57.54.

Russian (Dvoretsky)

προεπᾰφίημι: (против кого-л.) высылать вперед (τὸ ἱππικόν Luc.).

Greek Monolingual

Α ἐπαφίημι
στέλνω κάποιον εκ τών προτέρων εναντίον άλλου.

Greek Monotonic

προεπαφίημι: στέλνω από πριν εναντίον του εχθρού, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προεπαφίημι: ἐπαφίημί τι ἐναντίον τινός, προεπαφέντες τὸ ἱππικὸν Λουκ. Τόξ. 54.

Middle Liddell

to send forward against the enemy, Luc.,