προικοδοτώ

Greek Monolingual

προικοδοτῶ, -έω, ΝΜ
προικοδότης
δίνω προίκα, προικίζω
νεοελλ.
παραχωρώ μόνιμο εισόδημα σε κοινότητα ή κοινωφελές ίδρυμα.