προκάτοχος
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και προκάτοχη, Ν προκατέχω
1. ο προηγούμενος κάτοχος («ο προκάτοχος του αυτοκινήτου ήταν πολύ απρόσεκτος»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο προκάτοχος
(κυρίως για θέση ή αξίωμα) αυτός που κατείχε προηγουμένως μια θέση («οι προκάτοχοί του στο υπουργείο είχαν αμελήσει το θέμα»)
3. προγενέστερος («η προκάτοχη κυβέρνηση»).