προκαταρχή

English (LSJ)

ἡ, origin, περὶ τῆς τοῦ ἀθρόου π., title of work by Zeno Epicureus, Phld.Herc.1005.7.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. η πρώτη αρχή, καταγωγή, προέλευση
2. τίτλος έργου του επικουρείου Ζήνωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταρχή «αρχή, έναρξη»].