προλεταριάτο

Greek Monolingual

το, Ν
1. οικονομική και κοινωνική τάξη αποτελούμενη από τους μισθωτούς εργάτες, το εισόδημα τών οποίων προέρχεται αποκλειστικά από την πώληση της εργατικής τους δύναμης
2. φρ. «δικτατορία του προλεταριάτου» — βλ. δικτατορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. proletariat < λατ. prolet-arius «φτωχός που υπηρετεί το κράτος μόνο με την τεκνοποιία» < proles «παιδί, απόγονος»].